πολυκυθαιμία

πολυκυθαιμία
η, Ν
ιατρ. η πολυερυθραιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polycyth(a)emia / poly- (< πολυ-*) + cyte- (βλ. κυτταρο-) + (a)emia (< αίμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυερυθραιμία — η, Ν ιατρ. νοσηρή κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται σημαντική αύξηση τού αριθμού τών ερυθρών αιμοσφαιρίων κατά χιλιοστόλιτρο αίματος, τού αιματοκρίτη και τής αιμοσφαιρίνης, ενώ ο όγκος τού πλάσματος είναι φυσιολογικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”